- θεραπηίη
- θεραπηΐη , θεραπείαservicefem nom/voc sg (epic ionic)θεραπηΐη , θεραπήιοςfem nom/voc sg (epic ionic)θεραπηίηservicefem nom/voc sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θεραπηίῃ — θεραπηΐῃ , θεραπεία service fem dat sg (epic ionic) θεραπηΐῃ , θεραπήιος fem dat sg (epic ionic) θεραπηίη service fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεραπηίη — θεραπηΐη, ἡ (Α) ιων. τ., βλ. θεραπεία … Dictionary of Greek
θεραπεία — Σύνολο μέτρων ικανών να προλάβουν την εκδήλωση ή να καταπολεμήσουν με επιτυχία μία παθολογική κατάσταση και τα συμπτώματά της· θεραπευτική αντίστοιχα καλείται ο κλάδος της ιατρικής που μελετά και υποδεικνύει τα μέσα που χρησιμοποιούνται για τη θ … Dictionary of Greek
θεραπηίας — θεραπηΐᾱς , θεραπεία service fem acc pl (ionic) θεραπηΐᾱς , θεραπεία service fem gen sg (attic doric ionic aeolic) θεραπηΐᾱς , θεραπήιος fem acc pl (ionic) θεραπηΐᾱς , θεραπήιος fem gen sg (attic doric ionic aeolic) θεραπηίᾱς , θεραπηίη… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεραπηίαις — θεραπηΐαις , θεραπεία service fem dat pl (ionic) θεραπηΐαις , θεραπήιος fem dat pl (ionic) θεραπηίη service fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεραπηίην — θεραπηΐην , θεραπεία service fem acc sg (epic ionic) θεραπηΐην , θεραπήιος fem acc sg (epic ionic) θεραπηίη service fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεραπηίης — θεραπηΐης , θεραπεία service fem gen sg (epic ionic) θεραπηΐης , θεραπήιος fem gen sg (epic ionic) θεραπηίη service fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)